ἀμέτρητοι

ἀμέτρητοι
ἀμέτρητος
masc nom/voc pl
ἀμέτρητος
masc/fem nom/voc pl
ἀμετρητος
immeasurable
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • χιλιάδα — η / χιλιάς, άδος, ΝΜΑ 1. (με περιλπτ. σημ.) σύνολο χιλίων μονάδων ή χιλίων ομοειδών αντικειμένων (α. «τού κόστισαν τρεις χιλιάδες δραχμές» β. «πολλὰς χιλιάδας ταλάντων», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. μαθημ. το σύνολο χιλίων μονάδων, θεωρούμενο ως νέα μονάδα… …   Dictionary of Greek

  • Ήλιος — ο 1. αυτόφωτο απλανές ουράνιο σώμα που κατέχει το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος: Μια περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο διαρκεί ένα έτος. 2. κάθε παρόμοιο αστέρι: Στο σύμπαν υπάρχουν αμέτρητοι ήλιοι. 3. το φυτό ηλίανθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόκκος — ο 1.σπυρί, κουκί, σπόρος: Οι κόκκοι σταριού που πέφτουν στο χωράφι δίνουν πολλαπλάσιους καρπούς. 2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος: Οι κόκκοι της άμμου είναι αμέτρητοι. 3. ελάχιστη ποσότητα: Δεν έχει κόκκο μυαλού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυριάδα — η 1. το σύνολο δέκα χιλιάδων μονάδων: Οι στρατιώτες ήταν δυο μυριάδες. 2. μτφ., στον πληθ., μυριάδες αμέτρητοι, αναρίθμητοι: Τον υποστήριζαν μυριάδες λαού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύριοι, -ες, -α — 1. δέκα χιλιάδες: Η κάθοδος των μυρίων. 2. αμέτρητοι: Πέρασε μύριες περιπέτειες μέχρι να φτάσει στον προορισμό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χίλιοι, -ιες, -ια — αριθμητικό απόλυτο, κλιτή μορφή του άκλιτου χίλια 1. δέκα εκατοντάδες, χίλιες μονάδες: Ο Ξέρξης είχε πάνω από χίλια πλοία. 2. αναρίθμητοι, αμέτρητοι: Χίλιες φορές να του το πεις, δε θα το καταλάβει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”